• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

εκκλησάρης

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : εκκλησιάρχης

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκκλησάρης οι εκκλησάρηδες
      γενική του εκκλησάρη των εκκλησάρηδων
    αιτιατική τον εκκλησάρη τους εκκλησάρηδες
     κλητική εκκλησάρη εκκλησάρηδες
όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εκκλησάρης < εκκλησία + -άρης

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

εκκλησάρης αρσενικό (θηλυκό: εκκλησάρισσα / εκκλησιάρισσα)

  • (θρησκεία) (λαϊκότροπο) ο νεωκόρος, ο καντηλανάφτης (ιδίως στις μονές)

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  • εκκλησιάρης

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    εκκλησάρης
  • → δείτε τη λέξη νεωκόρος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εκκλησάρης&oldid=3746379"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Απριλίου 2017, στις 00:56

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Απριλίου 2017, στις 00:56.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie