Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

εκκλησάρη

  1. εκκλησάρης, στη γενική του ενικού
  2. εκκλησάρης, στην αιτιατική του ενικού
  3. εκκλησάρης, στην κλητική του ενικού