Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκκλησιάρισσα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
εκκλησιάρισσ
α
οι
εκκλησιάρισσ
ες
γενική
της
εκκλησιάρισσ
ας
των
εκκλησιαρισσ
ών
αιτιατική
την
εκκλησιάρισσ
α
τις
εκκλησιάρισσ
ες
κλητική
εκκλησιάρισσ
α
εκκλησιάρισσ
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκκλησιάρισσα
<
εκκλησιάρης
+ κατάληξη θηλυκού
-ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εκκλησιάρισσα
θηλυκό
άλλη μορφή
του
εκκλησάρισσα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκκλησιάρισσα
→
δείτε
τη λέξη
νεωκόρος