ναός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ναός | οι | ναοί |
γενική | του | ναού | των | ναών |
αιτιατική | τον | ναό | τους | ναούς |
κλητική | ναέ | ναοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ναός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ναός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /naˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : να‐ός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαναός αρσενικό
- (θρησκεία) ο τόπος λατρείας του Θεού και τελέσεως των μυστηρίων
- ⮡ Η λειτουργία θα τελεστεί στον ιερό ναό του Αγίου Θεοδοσίου.
- ο τόπος της θρησκευτικής λατρείας οποιασδήποτε θρησκείας ή αίρεσης
- ⮡ ειδωλατρικός ναός
- (αρχαιολογία, αρχιτεκτονική) το οικοδόμημα αφιερωμένο στη λατρεία θεού ή ήρωα
- ⮡ ο ναός της Αθηνάς
- (μεταφορικά) ο χώρος ο οποίος θεωρείται σύμβολο μιας συγκεκριμένης κοινωνικής δραστηριότητας
- ⮡ ναός της Θέμιδας
- (μεταφορικά) ο χώρος όπου ασκείται ένα υψηλό λειτούργημα
- ⮡ ναός της τέχνης
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- εκκλησία
- τέμενος
- σύνναος (επίθετο, (ελληνιστική κοινή))
Μεταφράσεις
επεξεργασία ναός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ναός | οἱ | ναοί |
γενική | τοῦ | ναοῦ | τῶν | ναῶν |
δοτική | τῷ | ναῷ | τοῖς | ναοῖς |
αιτιατική | τὸν | ναόν | τοὺς | ναούς |
κλητική ὦ! | ναέ | ναοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ναώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ναοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ναός < θέμα, όπως και στο ναίω → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαναός αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ναός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ναός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.