Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιερό τα ιερά
      γενική του ιερού των ιερών
    αιτιατική το ιερό τα ιερά
     κλητική ιερό ιερά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιερό < αρχαία ελληνική ἱερόν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιερό ουδέτερο

  1. τμήμα κάθε χριστιανικού ναού μέσα στο οποίο βρίσκεται η Αγία Τράπεζα
     συνώνυμα: Άγια των Αγίων
  2. (αρχαιολογία) τόπος και ο μικρός ναός που ήταν χτισμένος σε αυτόν και ήταν αφιερωμένος σε κάποιο θεό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ιερό