τόπος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τόπος | οι | τόποι |
γενική | του | τόπου | των | τόπων |
αιτιατική | τον | τόπο | τους | τόπους |
κλητική | τόπε | τόποι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τόπος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τόπος (< ινδοευρωπαϊκή ρίζα *top- (κείμαι) ή *tekʷ-)
- (όρος μαθηματικών) < (σημασιολογικό δάνειο) νεολατινική locus[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈto.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τό‐πος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τόπος αρσενικό
- μέρος, χώρος
- (μαθηματικά) σύνολο σημείων του επιπέδου ή του χώρου με μια κοινή ιδιότητα
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- αφήνω στον τόπο
- έμεινα στον τόπο → δείτε την έκφραση: τα κακάρωσα
- κοινός τόπος: κάτι που όλοι παραδέχονται ή επαναλαμβάνουν - κοινοτοπία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
τόπος
Επεξεργασία
- ↑ «τόπος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.