Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τόπος οι τόποι
      γενική του τόπου των τόπων
    αιτιατική τον τόπο τους τόπους
     κλητική τόπε τόποι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

τόπος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τόπος (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *top- (κείμαι) ή *tekʷ-)
(όρος μαθηματικών) < (σημασιολογικό δάνειο) νεολατινική locus[1]

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈto.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τό‐πος

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

τόπος αρσενικό

  1. μέρος, χώρος
  2. (μαθηματικά) σύνολο σημείων του επιπέδου ή του χώρου με μια κοινή ιδιότητα

Εκφράσεις Επεξεργασία

Παροιμίες Επεξεργασία

  • παπούτσι απ' τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο.

Σύνθετα Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

  Αναφορές Επεξεργασία