Ετυμολογία

επεξεργασία
κατά τόπους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατὰ τόπους Δείτε κατά & τόπους, αιτιατική πληθυντικού του τόπος

κατά τόπους

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία
κατὰ τόπους: Δείτε κατά & τόπους, αιτιατική πληθυντικού του τόπος

κατὰ τόπους

  • όπως η νεοελληνική χρήση: κατά τόπους
    1. τοπικά, σε κάποια περιοχή
        κατὰ τόπους καὶ κώμας (Πλάτων, Κριτίας, 119a Pl. Criti.
    2. στο μέρος μιας περιοχής (όπως και το σώμα), ή ενός χρονικού διαστήματος
        περὶ συνθέσεως φαρμάκων τῶν κατὰ τόπους
      περί σύνθεσης φαρμάκων για τόπους/μέρη του σώματος
      Σε τίτλους κεφαλαίων του Γαληνού. (Χρειάζεται link)
        2ος πκε αιώνας Πολύβιος, Ἱστορίαι, 12.25f.1 @scaife.perseus
      δῆλον δʼ ἔσται τὸ λεγόμενον ἔτι μᾶλλον ἐκ τῶν ἐπιφερομένων, οἷον εὐθέως ἐκ τῶν συμβεβηκότων Ἐφόρῳ κατὰ τόπους τινὰς τῆς ἱστορίας.