κατά τόπους
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατά τόπους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατὰ τόπους Δείτε κατά & τόπους, αιτιατική πληθυντικού του τόπος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kata‿ˈtopus/
Έκφραση
επεξεργασίακατά τόπους
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- τόπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τόπος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίακατὰ τόπους
- όπως η νεοελληνική χρήση: κατά τόπους
- τοπικά, σε κάποια περιοχή
- ※ κατὰ τόπους καὶ κώμας (Πλάτων, Κριτίας, 119a Pl. Criti.
- στο μέρος μιας περιοχής (όπως και το σώμα), ή ενός χρονικού διαστήματος
- ※ περὶ συνθέσεως φαρμάκων τῶν κατὰ τόπους
- περί σύνθεσης φαρμάκων για τόπους/μέρη του σώματος
- Σε τίτλους κεφαλαίων του Γαληνού. (Χρειάζεται link)
- περί σύνθεσης φαρμάκων για τόπους/μέρη του σώματος
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 12.25f.1 @scaife.perseus
- δῆλον δʼ ἔσται τὸ λεγόμενον ἔτι μᾶλλον ἐκ τῶν ἐπιφερομένων, οἷον εὐθέως ἐκ τῶν συμβεβηκότων Ἐφόρῳ κατὰ τόπους τινὰς τῆς ἱστορίας.
- ※ περὶ συνθέσεως φαρμάκων τῶν κατὰ τόπους
- τοπικά, σε κάποια περιοχή
Πηγές
επεξεργασία- τόπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.