ενιαχού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενιαχού < αρχαία ελληνική ἐνιαχοῦ < ἔνιοι < εἷς < πρωτοελληνική *hens < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sḗm / *smih₂ (ένας, εἷς)
Προφορά
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαενιαχού
- (αρχαιοπρεπές) σε ορισμένους τόπους
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ενιαχού