πτώση ενικός
ονομαστική ένας μία και μια ένα (και εν)
γενική ενός μίας και μιας ενός
αιτιατική έναν και ένα μία και μια (και μιαν και μίαν) ένα

Ετυμολογία

επεξεργασία
ένας < από την αιτιατική ἕνα του αριθμητικού εἷς

Αριθμητικό

επεξεργασία

ένας αρσενικό, θηλ, μία, ουδέτερο ένα

  1. αριθμητικό που δηλώνει τη μονάδα ενός είδους (ποσότητα, χρόνο κ.λπ.)
    Μα είχα πάρει δύο στυλό και στο θρανίο μου βρήκα ένα / Μόνο ένας μαθητής θα πάρει υποτροφία/ Για το τεστ, θέλει να διαβάσουμε μόνο μία σελίδα, αυτή με τους τύπους/ Ένα κι ένα κάνουν δύο/ Ένα κιλό/μέτρο/κουτί/Ένας-ένας, μη σπρώχνεστε
  2. που δηλώνει ταυτότητα, ομοιότητα, τονίζει το κοινό στοιχείο
    Οι λέξεις αυτές έχουν μία ρίζα/Οι γιοι μου τρώγονται λες και δε βγήκαν από μια κοιλιά/Πρέπει να αποφασίσουμε σαν ζευγάρι αν έχουμε ένα πορτοφόλι ή όχι/Ανήκουμε σε μία παράταξη, δεν χρειάζονται διασπαστικές κινήσεις
  3. που δηλώνει μοναδικότητα, κάποια ξεχωριστή ικανότητα, κοτζάμ, ολάκερος
    Ένας Ελύτης και διόρθωνε τα γραφτά τους πέντε φορές, κι εσύ δε ρίχνεις δεύτερη ματιά;
    Έκανε ένα κρύο, που κοιμηθήκαμε με το παλτό (μοναδικά έντονο κρύο)

ένας αρσενικό, θηλ, μία, ουδέτερο ένα

  1. αόριστο άρθρο για πρόσωπο ή αντικείμενο ή κατάσταση όταν ο ομιλητής δε δίνει έμφαση στο ουσιαστικό, αλλά ούτε και στην ποσότητα/αριθμό
    Ένας καθηγητής μου είπε ότι αύριο δεν έχουμε σχολείο/ Ήταν εκεί μια καθηγήτρια που μιλούσε με τις ώρες/ Κάπου είχα καταχωνιάσει ένα παλιό κινητό, αλλά σιγά μην υπάρχει ακόμα

Αντωνυμία

επεξεργασία

ένας αρσενικό, θηλ, μία, ουδέτερο ένα

  1. αντί ουσιαστικού, κάποιος, αλλά αγενές, συχνά -όχι πάντα- με υποτιμητική χροιά, δηλώνοντας ενίοτε κάποιο ιδιαίτερα ασήμαντο ή και πιθανόν τιποτένιο άτομο
    Ήρθε μία και σε ζήτησε, αλλά δεν της είπα πού ήσουν
  2. για να εκφραστεί αλληλοπάθεια
    Πρέπει να βοηθάμε ο ένας τον άλλον

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία