πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύτιμος η πολύτιμη το πολύτιμο
      γενική του πολύτιμου της πολύτιμης του πολύτιμου
    αιτιατική τον πολύτιμο την πολύτιμη το πολύτιμο
     κλητική πολύτιμε πολύτιμη πολύτιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύτιμοι οι πολύτιμες τα πολύτιμα
      γενική των πολύτιμων των πολύτιμων των πολύτιμων
    αιτιατική τους πολύτιμους τις πολύτιμες τα πολύτιμα
     κλητική πολύτιμοι πολύτιμες πολύτιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
πολύτιμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πολύτιμος. Συγχρονικά αναλύεται σε πολύ- + τιμ(ή) + -ος

(ελληνιστική κοινή) ζητούμενο λήμμα