πολύτιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολύτιμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πολύτιμος. Συγχρονικά αναλύεται σε πολύ- + τιμ(ή) + -ος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /poˈli.ti.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λύ‐τι‐μος
- παρώνυμο: πολύτομος
Επίθετο
επεξεργασίαπολύτιμος, -η, -ο
- που έχει μεγάλη αξία
- ⮡ το πιο πολύτιμο μέταλλο είναι ο χρυσός
- (μεταφορικά, για πράγματα) πολύ χρήσιμος, πολύ ωφέλιμος
- ⮡ έκανε μια πολύτιμη ανακάλυψη
- γενικά, για κάθε τι που μας είναι ακριβό ή πολυαγαπημένο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολύτιμος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία(ελληνιστική κοινή) → ζητούμενο λήμμα
Πηγές
επεξεργασία- πολύτιμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολύτιμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.