πολυαγαπημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυαγαπημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πολυαγαπώ
Μετοχή
επεξεργασίαπολυαγαπημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πολυαγαπώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυαγαπημένος
|
πολυαγαπημένος, -η, -ο
|