Κατηγορία:Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
Μετοχές παθητικού παρακειμένου σε -μένος, -η, -ο με σταθερό τόνο.
- ο αγαπημένος, η αγαπημένο, το αγαπημένο
Κλίνεται όπως το παροξύτονο επίθετο 'ξένος'
για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'όμορφος'}}
|
Σελίδες στην κατηγορία "Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 4.752 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- αβανιοκαμένος
- αβγατισμένος
- αβγοκομμένος
- αβγωμένος
- αγανακτισμένος
- αγαναχτισμένος
- αγαπημένος
- αγγελοκαμωμένος
- αγγελοφτιαγμένος
- αγγελοφτιασμένος
- αγγιγμένος
- αγγλοθρεμμένος
- αγεροχτυπημένος
- αγιασμένος
- αγιοκαταταγμένος
- αγιοποιημένος
- αγκαζαρισμένος
- αγκαλιασμένος
- αγκιστρωμένος
- αγκυλωμένος
- αγκυροβολημένος
- αγνοημένος
- αγορασμένος
- αγουροθερισμένος
- αγουροξυπνημένος
- αγριεμένος
- αγρυπνισμένος
- αγχωμένος
- αδειασμένος
- αδελφωμένος
- αδικημένος
- αδικομοιρασμένος
- αδικοπονεμένος
- αδικοσταυρωμένος
- αδικοχαμένος
- αδρανοποιημένος
- αδυνατισμένος
- αερισμένος
- αεροχτυπημένος
- αηδιασμένος
- αθροισμένος
- αθωωμένος
- αιματοβαμμένος
- αιματοβρεγμένος
- αιματοκυλισμένος
- αιτιολογημένος
- αιφνιδιασμένος
- αιχμαλωτισμένος
- ακινητοποιημένος
- ακονισμένος
- ακουμπισμένος
- ακουσμένος
- ακριβοπληρωμένος
- ακριβοπουλημένος
- ακροβολισμένος
- ακρωτηριασμένος
- ακυρωμένος
- αλαλιασμένος
- αλατισμένος
- αλαφιασμένος
- αλαφροσκυμμένος
- αλαφρωμένος
- αλειμμένος
- αλεσμένος
- αλευρογυρισμένος
- αλευρωμένος
- αλλαγμένος
- αλληλοεξαρτημένος
- αλληλομαχαιρωμένος
- αλλοιωμένος
- αλλοπαρμένος
- αλλοτριωμένος
- αλογονωμένος
- αλυσοδεμένος
- αλφαδιασμένος
- αλωνισμένος
- αμαυρωμένος
- αμβλυμμένος
- αμελημένος
- αμερικανοθρεμμένος
- αμερικανοποιημένος
- αμμοστρωμένος
- αμολημένος
- αμπαλαρισμένος
- αμπαρωμένος
- αμποδεμένος
- αμφισβητημένος
- αναβαθμισμένος
- αναβαθμολογημένος
- αναβαπτισμένος
- αναβιωμένος
- αναβρασμένος
- αναγεγραμμένος
- αναγεννημένος
- αναγκασμένος
- αναγνωρισμένος
- αναγομωμένος
- αναγορευμένος
- αναγουλιασμένος
- αναγραμματισμένος
- αναγραμμένος
- αναδασωμένος
- αναδειγμένος
- αναδευμένος
- αναδημιουργημένος
- αναδημοσιευμένος
- αναδιαρθρωμένος
- αναδιοργανωμένος
- αναδιπλασιασμένος
- αναδιπλωμένος
- αναζητημένος
- αναζωογονημένος
- αναζωπυρωμένος
- αναθεματισμένος
- αναθεωρημένος
- αναθρεμμένος
- αναισθητοποιημένος
- ανακαθισμένος
- ανακαινισμένος
- ανακαταμετρημένος
- ανακατασκευασμένος
- ανακαταταγμένος
- ανακατεμένος
- ανακατωμένος
- ανακλαδισμένος
- ανακλιμένος
- ανακοστολογημένος
- ανακουφισμένος
- ανακυκλωμένος
- ανακυρτωμένος
- αναλυμένος
- αναμαλλιασμένος
- αναμασημένος
- αναμειγμένος
- αναμεμειγμένος
- αναμεμιγμένος
- αναμερισμένος
- αναμετρημένος
- αναμιγμένος
- αναμμένος
- ανανεωμένος
- αναοριοθετημένος
- αναπαλαιωμένος
- αναπαυμένος
- αναπεπταμένος
- αναπλασμένος
- αναπληρωμένος
- αναποδιασμένος
- αναποδογυρισμένος
- αναπροσανατολισμένος
- αναπροσαρμοσμένος
- αναπτερωμένος
- αναπτυγμένος
- αναπυρωμένος
- αναρροφημένος
- αναρρωμένος
- αναρτημένος
- ανασηκωμένος
- ανασκαλεμένος
- ανασκαμμένος
- ανασκευασμένος
- ανασκολοπισμένος
- ανασκουμπωμένος
- αναστατωμένος
- αναστεναμένος
- αναστηλωμένος
- αναστημένος
- αναστομωμένος
- αναστυλωμένος
- ανασυγκεφαλαιωμένος
- ανασυγκροτημένος
- ανασυνδεμένος
- ανασυνδυασμένος
- ανασυνταγμένος
- ανασυντεταγμένος
- ανασυρμένος
- ανασχηματισμένος
- αναταραγμένος
- ανατεθειμένος
- ανατιμημένος
- ανατιναγμένος
- ανατοκισμένος
- ανατοποθετημένος
- ανατριχιασμένος
- ανατροφοδοτημένος
- ανατσουτσουρωμένος
- ανατυπωμένος
- αναφτερωμένος
- αναφυτεμένος
- αναχαιτισμένος
- αναψοκοκκινισμένος
- ανδρειωμένος
- ανδρωμένος
- ανεβασμένος
- ανειλημμένος
- ανειμένος
- ανελκυσμένος
- ανεμισμένος
- ανεμοδαρμένος
- ανεξαρτητοποιημένος