↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδελφωμένος η αδελφωμένη το αδελφωμένο
      γενική του αδελφωμένου της αδελφωμένης του αδελφωμένου
    αιτιατική τον αδελφωμένο την αδελφωμένη το αδελφωμένο
     κλητική αδελφωμένε αδελφωμένη αδελφωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδελφωμένοι οι αδελφωμένες τα αδελφωμένα
      γενική των αδελφωμένων των αδελφωμένων των αδελφωμένων
    αιτιατική τους αδελφωμένους τις αδελφωμένες τα αδελφωμένα
     κλητική αδελφωμένοι αδελφωμένες αδελφωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αδελφωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αδελφώνω

αδελφωμένος, -η, -ο

  • που έχει συνάψει πολύ φιλικές σχέσεις με κάποιον, που έχει αδελφωθεί με κάποιον

  Μεταφράσεις

επεξεργασία