Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδελφώνω < αδελφός

  Ρήμα επεξεργασία

αδελφώνω

  1. κάνω δυο ανθρώπους (ή δυο λαούς) να νιώθουν μεταξύ τους σαν να είναι αδέρφια
  2. συμφιλιώνω
  1. συμφιλιώνομαι εκ νέου, μονοιάζω με κάποιον
  2. συνάπτω στενούς δεσμούς με κάποιον

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία