Ετυμολογία

επεξεργασία
συμφιλιώνω < μεσαιωνική ελληνική συμφιλιώ[1] [2] < ελληνιστική κοινή συμφιλιοῦμαι < αρχαία ελληνική φίλος

συμφιλιώνω, πρτ.: συμφιλίωνα, στ.μέλλ.: θα συμφιλιώσω, αόρ.: συμφιλίωσα, παθ.φωνή: συμφιλιώνομαι, μτχ.π.π.: συμφιλιωμένος

  1. τερματίζω μια εχθρότητα, ενεργώ έτσι, ώστε δύο άτομα ή σύνολα που είχαν έρθει σε ρήξη μεταξύ τους να γίνουν φίλοι
  2. φέρνω σε επαφή δύο αντιτιθέμενα πράγματα και δημιουργώ μεταξύ τους μια αρμονική σχέση

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. συμφιλιώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. συμφιλιώνωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)