συμφιλιώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμφιλιώνω < μεσαιωνική ελληνική συμφιλιώ[1] [2] < ελληνιστική κοινή συμφιλιοῦμαι < αρχαία ελληνική φίλος
Ρήμα
επεξεργασίασυμφιλιώνω, πρτ.: συμφιλίωνα, στ.μέλλ.: θα συμφιλιώσω, αόρ.: συμφιλίωσα, παθ.φωνή: συμφιλιώνομαι, μτχ.π.π.: συμφιλιωμένος
- τερματίζω μια εχθρότητα, ενεργώ έτσι, ώστε δύο άτομα ή σύνολα που είχαν έρθει σε ρήξη μεταξύ τους να γίνουν φίλοι
- φέρνω σε επαφή δύο αντιτιθέμενα πράγματα και δημιουργώ μεταξύ τους μια αρμονική σχέση
Συγγενικά
επεξεργασία- ασυμφιλίωτα
- ασυμφιλίωτος
- συμφιλιώνομαι
- συμφιλίωση
- συμφιλιωτής - συμφιλιώτρια
- συμφιλιωτικά (και συμφιλιωτικώς)
- συμφιλιωτικός
- → δείτε τις λέξεις συν και φίλος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συμφιλιώνω | συμφιλίωνα | θα συμφιλιώνω | να συμφιλιώνω | συμφιλιώνοντας | |
β' ενικ. | συμφιλιώνεις | συμφιλίωνες | θα συμφιλιώνεις | να συμφιλιώνεις | συμφιλίωνε | |
γ' ενικ. | συμφιλιώνει | συμφιλίωνε | θα συμφιλιώνει | να συμφιλιώνει | ||
α' πληθ. | συμφιλιώνουμε | συμφιλιώναμε | θα συμφιλιώνουμε | να συμφιλιώνουμε | ||
β' πληθ. | συμφιλιώνετε | συμφιλιώνατε | θα συμφιλιώνετε | να συμφιλιώνετε | συμφιλιώνετε | |
γ' πληθ. | συμφιλιώνουν(ε) | συμφιλίωναν συμφιλιώναν(ε) |
θα συμφιλιώνουν(ε) | να συμφιλιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συμφιλίωσα | θα συμφιλιώσω | να συμφιλιώσω | συμφιλιώσει | ||
β' ενικ. | συμφιλίωσες | θα συμφιλιώσεις | να συμφιλιώσεις | συμφιλίωσε | ||
γ' ενικ. | συμφιλίωσε | θα συμφιλιώσει | να συμφιλιώσει | |||
α' πληθ. | συμφιλιώσαμε | θα συμφιλιώσουμε | να συμφιλιώσουμε | |||
β' πληθ. | συμφιλιώσατε | θα συμφιλιώσετε | να συμφιλιώσετε | συμφιλιώστε | ||
γ' πληθ. | συμφιλίωσαν συμφιλιώσαν(ε) |
θα συμφιλιώσουν(ε) | να συμφιλιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συμφιλιώσει | είχα συμφιλιώσει | θα έχω συμφιλιώσει | να έχω συμφιλιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις συμφιλιώσει | είχες συμφιλιώσει | θα έχεις συμφιλιώσει | να έχεις συμφιλιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει συμφιλιώσει | είχε συμφιλιώσει | θα έχει συμφιλιώσει | να έχει συμφιλιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συμφιλιώσει | είχαμε συμφιλιώσει | θα έχουμε συμφιλιώσει | να έχουμε συμφιλιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε συμφιλιώσει | είχατε συμφιλιώσει | θα έχετε συμφιλιώσει | να έχετε συμφιλιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συμφιλιώσει | είχαν συμφιλιώσει | θα έχουν συμφιλιώσει | να έχουν συμφιλιώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ συμφιλιώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ συμφιλιώνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)