Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμφιλιώνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

συμφιλιώνω, πρτ.: συμφιλίωνα, στ.μέλλ.: θα συμφιλιώσω, αόρ.: συμφιλίωσα, παθ.φωνή: συμφιλιώνομαι, μτχ.π.π.: συμφιλιωμένος

  1. τερματίζω μια εχθρότητα, ενεργώ έτσι ώστε δύο άτομα ή σύνολα που είχαν έρθει σε ρήξη μεταξύ τους να γίνουν φίλοι μεταξύ τους
  2. φέρνω σε επαφή δύο αντιτιθέμενα πράγματα και δημιουργώ μεταξύ τους μια αρμονική σχέση

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία