Ετυμολογία

επεξεργασία
φέρνω < αρχαία ελληνική φέρω

φέρνω, πρτ.: έφερνα, στ.μέλλ.: θα φέρω, αόρ.: έφερα, παθ.φωνή: φέρνομαι, μτχ.π.π.: φερμένος

  1. μεταφέρω κάτι, υλικό ή άυλο, για κάποιον
    σας έφερα την εφημερίδα σας
    τι νέα μας έφερες;
  2. γίνομαι αιτία κάποιου πράγματος, προκαλώ κάτι, οδηγώ σε κάτι
    οι εξελίξεις έφεραν μεγάλη αναστάτωση
    τα νέα μάς έφεραν σε αδιέξοδο
    έφερα εξάρες (η ζαριά στο τάβλι)
    οι όμορφες σερβιτότες φέρνουν πελάτες
  3. μοιάζω σε κάτι ή κάποιον
    φέρνει λιγάκι στον πατέρα του

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • σου τη φέρνω: (1) σε ξεγελώ, σε εξαπατώ (2) υπερισχύω με επιχείρημα, σε ταπώνω
  • ένα χελιδόνι δε φέρνει την άνοιξη (χρειάζονται πολλοί για την επιτυχία)
  • όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος (κάτι μπορεί να συμβεί από στιγμή σε στιγμή)
  • τα φέρνω βόλτα
  • φέρνω στα νερά μου

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία