φέρνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φέρνω < αρχαία ελληνική φέρω
Ρήμα
επεξεργασίαφέρνω, πρτ.: έφερνα, στ.μέλλ.: θα φέρω, αόρ.: έφερα, παθ.φωνή: φέρνομαι, μτχ.π.π.: φερμένος
- μεταφέρω κάτι, υλικό ή άυλο, για κάποιον
- σας έφερα την εφημερίδα σας
- τι νέα μας έφερες;
- γίνομαι αιτία κάποιου πράγματος, προκαλώ κάτι, οδηγώ σε κάτι
- οι εξελίξεις έφεραν μεγάλη αναστάτωση
- τα νέα μάς έφεραν σε αδιέξοδο
- έφερα εξάρες (η ζαριά στο τάβλι)
- οι όμορφες σερβιτότες φέρνουν πελάτες
- μοιάζω σε κάτι ή κάποιον
- φέρνει λιγάκι στον πατέρα του
Εκφράσεις
επεξεργασία- σου τη φέρνω: (1) σε ξεγελώ, σε εξαπατώ (2) υπερισχύω με επιχείρημα, σε ταπώνω
- ένα χελιδόνι δε φέρνει την άνοιξη (χρειάζονται πολλοί για την επιτυχία)
- όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος (κάτι μπορεί να συμβεί από στιγμή σε στιγμή)
- τα φέρνω βόλτα
- φέρνω στα νερά μου
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φέρνω | έφερνα | θα φέρνω | να φέρνω | φέρνοντας | |
β' ενικ. | φέρνεις | έφερνες | θα φέρνεις | να φέρνεις | φέρνε | |
γ' ενικ. | φέρνει | έφερνε | θα φέρνει | να φέρνει | ||
α' πληθ. | φέρνουμε | φέρναμε | θα φέρνουμε | να φέρνουμε | ||
β' πληθ. | φέρνετε | φέρνατε | θα φέρνετε | να φέρνετε | φέρνετε | |
γ' πληθ. | φέρνουν(ε) | έφερναν φέρναν(ε) |
θα φέρνουν(ε) | να φέρνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έφερα | θα φέρω | να φέρω | φέρει | ||
β' ενικ. | έφερες | θα φέρεις | να φέρεις | φέρε | ||
γ' ενικ. | έφερε | θα φέρει | να φέρει | |||
α' πληθ. | φέραμε | θα φέρουμε | να φέρουμε | |||
β' πληθ. | φέρατε | θα φέρετε | να φέρετε | φέρτε | ||
γ' πληθ. | έφεραν φέραν(ε) |
θα φέρουν(ε) | να φέρουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φέρει | είχα φέρει | θα έχω φέρει | να έχω φέρει | ||
β' ενικ. | έχεις φέρει | είχες φέρει | θα έχεις φέρει | να έχεις φέρει | έχε φερμένο | |
γ' ενικ. | έχει φέρει | είχε φέρει | θα έχει φέρει | να έχει φέρει | ||
α' πληθ. | έχουμε φέρει | είχαμε φέρει | θα έχουμε φέρει | να έχουμε φέρει | ||
β' πληθ. | έχετε φέρει | είχατε φέρει | θα έχετε φέρει | να έχετε φέρει | έχετε φερμένο | |
γ' πληθ. | έχουν φέρει | είχαν φέρει | θα έχουν φέρει | να έχουν φέρει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) φερμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) φερμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) φερμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) φερμένο |