τάβλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τάβλι | τα | τάβλια |
γενική | του | ταβλιού | των | ταβλιών |
αιτιατική | το | τάβλι | τα | τάβλια |
κλητική | τάβλι | τάβλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τάβλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τάβλι < ταβλίζω (αναδρομικός σχηματισμός) < ελληνιστική κοινή τάβλα < λατινική tabula
Ουσιαστικό
επεξεργασίατάβλι ουδέτερο
- επιτραπέζιο παιχνίδι για δύο παίκτες που παίζεται με δύο ζάρια και 15 πούλια για τον κάθε παίκτη καθώς και ο δίφυλλος (ξύλινος) άβακας στον οποίο παίζεται το παιχνίδι
- ※ Κοσμηματοπωλεία, παλαιοπωλεία, υφασματοπωλεία, μαγαζιά που πουλούσαν πολύχρωμες μαντίλες, άλλα με δερμάτινα ρούχα και τζιν, με διακοσμητικά πήλινα πιάτα τοίχου, με πλεχτές τσάντες, χριστιανικές εικόνες, γκραβούρες με τοπία της Πόλης, τάβλια, πολύχρωμες λάμπες, πολυελαίους και φανάρια· υπήρχαν και καφενεία, ζαχαροπλαστεία με μπακλαβαδάκια, τουλούμπες, σεκέρ παρέ, κανταΐφια, κόκκους καφέ και λουκούμια με ροδέλαιο. Όλα τα καλά του κόσμου.
- (Χρύσα Σπυροπούλου (2015). Το μυστήριο της Κωνσταντινούπολης. Ελλάδα: Εκδόσεις Καστανιώτη, ISBN: 9789600358797, @google.books)
- ※ Κοσμηματοπωλεία, παλαιοπωλεία, υφασματοπωλεία, μαγαζιά που πουλούσαν πολύχρωμες μαντίλες, άλλα με δερμάτινα ρούχα και τζιν, με διακοσμητικά πήλινα πιάτα τοίχου, με πλεχτές τσάντες, χριστιανικές εικόνες, γκραβούρες με τοπία της Πόλης, τάβλια, πολύχρωμες λάμπες, πολυελαίους και φανάρια· υπήρχαν και καφενεία, ζαχαροπλαστεία με μπακλαβαδάκια, τουλούμπες, σεκέρ παρέ, κανταΐφια, κόκκους καφέ και λουκούμια με ροδέλαιο. Όλα τα καλά του κόσμου.
Συγγενικά
επεξεργασία- ταβλάκι
- ταβλιστής
- ταβλαδόρος, ταβλαδόρισσα
- → και δείτε τη λέξη τάβλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία τάβλι
|