λουκούμι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λουκούμι | τα | λουκούμια |
γενική | του | λουκουμιού | των | λουκουμιών |
αιτιατική | το | λουκούμι | τα | λουκούμια |
κλητική | λουκούμι | λουκούμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λουκούμι ουδέτερο
- (γλυκό) παραδοσιακό γλύκισμα της τούρκικης κουζίνας που σερβίρεται σε μικρά κομμάτια κυβικού σχήματος
- Ονομαστά είναι τα συριανά λουκούμια.
- (μεταφορικά) κάτι πολύ νόστιμο
- Το αρνάκι με τις πατάτες έγινε στο φούρνο λουκούμι.
- (μεταφορικά) κάτι πολύ βολικό
- Η προσφορά του να με βοηθήσει μου ήρθε λουκούμι.