ρούχο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρούχο | τα | ρούχα |
γενική | του | ρούχου | των | ρούχων |
αιτιατική | το | ρούχο | τα | ρούχα |
κλητική | ρούχο | ρούχα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ρούχο < μεσαιωνική ελληνική ροῦχον < σλαβικής προέλευσης рухо / ruho[1] < πρωτοσλαβική *ruxo
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ρούχο ουδέτερο
- το ένδυμα, οτιδήποτε φοράει κάποιος
- ανδρικά / γυναικεία / παιδικά ρούχα
- βιοτεχνία / κατάστημα ρούχων
- τα απαραίτητα ενδύματα για κάποια περίσταση ή μια εποχή του έτους
- θέλω να ανανεώσω τα ρούχα μου για το χειμώνα
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- βγαίνω έξω από τα ρούχα μου: αγανακτώ
- έχω τα ρούχα μου (για γυναίκα): έχω περίοδο
- με βγάζει απ' τα ρούχα μου → δείτε την έκφραση: μου τη δίνει
- τρώγομαι με τα ρούχα μου: γκρινιάζω με το παραμικρό
Επεξεργασία
- απανώρουχο
- ασπρορουχάδικο
- ασπρορουχάς
- ασπρόρουχο
- ασπρορουχού
- εσώρουχο
- παλιόρουχο
- ρουχάκι
- ρουχικό
- ρουχισμός
- ρουχαλάκι
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ρούχο
|
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.