Δείτε επίσης: φορῶ

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

φορώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φορῶ, συνηρημένος τύπος του φορέω → και δείτε τη λέξη φοράω

  ΡήμαΕπεξεργασία

φορώ