φορέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
φορέω - φορῶ, μεσοπαθητικό: φορέομαι, -οῦμαι
- θαμιστικός τύπος του φέρω, μεταφέρω συχνά
- φορώ όπλα, ρούχα
- έχω ενα ψυχικό ή σωματικό χαρακτηριστικό
- υπομένω, υποφέρω
- παρασύρω και παρασύρομαι (από θάλασσα, θύελλα)
- παίρνω
- ορμάω
- αποσύρομαι