φέρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φέρω < αρχαία ελληνική φέρω
Ρήμα
επεξεργασίαφέρω, αόριστος έφερα, λόγια μετοχή ενεστώτα φέρων, παθητική φωνή φέρομαι
- λόγια μορφή του φέρνω στον Ενεστώτα· τα δύο ρήματα μοιράζονται το ίδιο αοριστικό θέμα φερ (θα φέρω, έφερα, έχω φέρει κ.λπ.)
- κρατώ το βάρος κάποιου πράγματος, υποβαστάζω
- τέσσερα τόξα φέρουν το βάρος του θόλου
- έχω πάνω μου
- ο νεκρός φέρει πολλαπλά τραύματα στην κοιλιακή χώρα
- ο ναός φέρει διακόσμηση από ψηφιδωτά
- ο ύποπτος έφερε έναν εκρηκτικό μηχανισμό
- σχεδιάζω γραμμή
- φέρουμε ευθεία εφαπτομένη του κύκλου στο σημείο Α
Εκφράσεις
επεξεργασία- φέρω βαρέως κάτι: νιώθω ενοχές για κάτι
- φερ' ειπείν: για παράδειγμα
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη φοράω / φορώ
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φέρω
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαφέρω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φέρνω
- θα φέρω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φέρνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | φέρω | φέρομαι |
Παρατατικός | ἔφερον | ἐφερόμην |
Μέλλοντας | οἴσω & οἰσῶ (δωρικός) | οἴσομαι & οἰσθήσομαι & ἐνεχθήσομαι |
Αόριστος | ἤνεγκα & ἤνεγκον & ἤνεικα (ιωνικός) | ἠνεγκάμην & ἠνεγκόμην & ἠνέχθην |
Παρακείμενος | ἐνήνοχα | ἐνήνεγμαι |
Υπερσυντέλικος | ἐνηνόχειν | ἐνηνέγμην |
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φέρω< πρωτοελληνική *pʰérō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰéreti < *bʰer- (φέρω, μεταφέρω) (θέμα φερ- (φέρετρον) και με μετάπτωση φορ- (φόρος) και φαρ- (φαρέτρα) και φωρ- (φωριαμός) και οι άλλοι χρόνοι από θέμα ενεκ- και με ετεροίωση ενοκ|χ- και θέμα οισ- (οἰστός)
Ρήμα
επεξεργασία- φέρω (καρπούς), παράγω, φέρω, βγάζω κάτι στο σώμα μου
- ⮡ ἦγον μὲν μῆλα, φέρον δ᾽ εὐήνορα οἶνον
- ⮡ οὐ γῆ καρπὸν ἔφερε
- ⮡ τὰ βρέφη ἄρχεται φέρειν τοὺς ὀδόντας
- φέρω συναισθηματικά ή πνευματικά
- ⮡ θυμῷ φέρων και χαρᾷ φέρων και με επιρρήματα δεινῶς, βαρέως, πικρῶς, χαλεπῶς φέρειν τι
- ⮡ μείζω τὴν αἰσχύνην φέρειν
- μεταφέρω, φέρνω
- ⮡ οἱ δὲ δὴ κήρυκες οἱ ἀποπεμφθέντες ἐς τὴν Ἑλλάδα ἐπὶ γῆς αἴτησιν ἀπίκατο οἳ μὲν κεινοί, οἳ δὲ φέροντες γῆν τε καὶ ὕδωρ. (: οικήρυκες που είχαν σταλεί στην Ελλάδα για να ζητήσουν γη, έφταναν άλλοι με άδεια χέρια και άλλοι με γη και ύδωρ
- ⮡ πέδιλα τά μιν φέρον : τα πέδιλα που θα τον μεταφέρουν
- πηγαινοφέρνω, σέρνω εδώ κι εκεί
- ⮡ ἄνεμοι φέρον ἔνθα καὶ ἔνθα
- επιφέρω, έχω σαν αποτέλεσμα, προκαλώ
- ⮡ τὸ σωθῆναι τὸ ψεῦδος φέρει
- πληρώνω και πληρώνομαι φόρο, μισθό
- ⮡ μισθὸν φέροντας δύο δραχμὰς τῆς ἡμέρας
- ⮡ καὶ τοὺς ἄλλους Κυθηρίους οἰκοῦντας τὴν ἑαυτῶν φόρον τέσσαρα τάλαντα φέρειν
- και στους άλλους Κυθηρίους επιτράπηκε να μείνουν στη χώρα τους καταβάλλοντας φόρο τεσσάρων ταλάντων
- ⮡ ἥ τε φέρειν κλέος ἀνθρώποισι
- υπομένω, αντέχω, ανέχομαι
- χαλινὸν δ᾽ οὐκ ἐπίσταται φέρειν
- άγω,οδηγώ, πάω, κυριολεκτικά και (μεταφορικά), γέρνω προς τα κάπου, τείνω, έκβαση
- ⮡ ὁδὸν φέρουσαν ἐς ἱρόν
- ⮡ ἐς αἰσχύνην φέρει
- ⮡ ἐπὶ τὸ αὐτὸ αἱ γνῶμαι ἔφερον
- αναφέρομαι, αφορώ, ισχύω
- ⮡ φέρει ἐπὶ πᾶσαν γῆν
- (στο γ πρόσωπο ως απρόσωπο) συμφέρει
- (στην προστακτική φέρε, συχνά ως επίρρημα) εμπρός, άντε
- φέρομαι μέσο: κουβαλώ ως δικό μου βάρος ή κουβαλάω για χάρη μου, αρπάζω, κερδίζω
- φέρομαι παθητικό: πολλές από τις παραπάνω έννοιες και συμπεριφέρομαι
- (στο γ πρόσωπο ως απρόσωπο) φέρεται
- ⮡ ἐν χρόνοις φέρεται μνημονευομένοις (:φέρεται ότι έζησε στα ιστορικά χρόνια)
- ⮡ τοιόνδε φέρεται πρῆγμα γίνεσθαι
Άλλες μορφές
επεξεργασία- φάρω στους Λοκρούς
Εκφράσεις
επεξεργασία- ἄγω και φέρω: λεηλατώ
- βαρέως φέρω: αγανακτώ
- ψῆφον φέρω: ψηφίζω
- πονηρῶς φέρεσθαι: για κάποιον που έχει φήμη ανέντιμου
- κακῶς φέρεσθαι: για κακή έκβαση, αποτυχία, για κάτι που δεν πάει-δεν πήγε καλά, για το πως βαίνουν τα πράγματα
- τὸ φέρον: (η μετοχή ως ουσιαστικό) η τύχη, το πεπρωμένο, αντίστοιχο της φράσης "ήταν το τυχερό", "μοιραίο", συχνά με θεϊκή προέλευση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε και τη λέξη φορέω
Σύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία φέρω - ενεργητικοί τύποι
|
φέρομαι - μεσοπαθητικοί τύποι
|
Πηγές
επεξεργασία- φέρω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- φέρω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φέρω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.