επιφέρω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επιφέρω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιφέρω. Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + φέρω
ΡήμαΕπεξεργασία
επιφέρω, πρτ.: επέφερα, αόρ.: επέφερα (χωρίς παθητική φωνή)
- προκαλώ
- ※ Με τις δυσκολίες που επέφερε η Κατοχή στις συναλλαγές δεν θα μπορούσαμε να επιβιώσουμε στο χωριό. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
Επεξεργασία
- συνεπιφέρω
- → και δείτε τη λέξη φέρω