• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

provoquer

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Ρήμα
      • 1.1.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.1.2 Ομώνυμα / Ομόηχα

Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΡήμαΕπεξεργασία

provoquer (fr)

  1. προκαλώ κάποιον
  2. προξενώ κάτι

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • provocant - provocante
  • provocateur - provocatrice
  • provocation

Ομώνυμα / ΟμόηχαΕπεξεργασία

  • provoqué - provoquée
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=provoquer&oldid=3879984"
Τελευταία επεξεργασία στις 18 Μαΐου 2017, στις 00:23

Γλώσσες

    • Brezhoneg
    • Čeština
    • English
    • Esperanto
    • Eesti
    • Suomi
    • Français
    • Magyar
    • Bahasa Indonesia
    • Ido
    • 日本語
    • 한국어
    • Kurdî
    • Malagasy
    • Occitan
    • Polski
    • Русский
    • Svenska
    • Tiếng Việt
    • Walon
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 18 Μαΐου 2017, στις 00:23.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie