provocant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- provocant < provoquer
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | provocant | provocants |
θηλυκό | provocante | provocantes |
provocant (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη provoquer