Δείτε επίσης: προκλιτικός, προσκλητικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προκλητικός η προκλητική το προκλητικό
      γενική του προκλητικού της προκλητικής του προκλητικού
    αιτιατική τον προκλητικό την προκλητική το προκλητικό
     κλητική προκλητικέ προκλητική προκλητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προκλητικοί οι προκλητικές τα προκλητικά
      γενική των προκλητικών των προκλητικών των προκλητικών
    αιτιατική τους προκλητικούς τις προκλητικές τα προκλητικά
     κλητική προκλητικοί προκλητικές προκλητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προκλητικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προκλητικός (< αρχαία ελληνική προκαλέω). Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + κλητικός.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.kli.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐κλη‐τι‐κός
ομόηχο: προκλιτικός

  Επίθετο επεξεργασία

προκλητικός, -ή, -ό

  1. επιθετικός απέναντι σε κάποιον με σκοπό τη δημιουργία διαμάχης
    προκλητικές βρισιές και χειρονομίες
  2. που δημιουργεί αρνητικές εντυπώσεις
    προκλητική επίδειξη πλούτου
  3. που προσπαθεί να ερεθίσει σεξουαλικά
    προκλητικό ντύσιμο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική προκλητικός προκλητική τὸ προκλητικόν
      γενική τοῦ προκλητικοῦ τῆς προκλητικῆς τοῦ προκλητικοῦ
      δοτική τῷ προκλητικ τῇ προκλητικ τῷ προκλητικ
    αιτιατική τὸν προκλητικόν τὴν προκλητικήν τὸ προκλητικόν
     κλητική ! προκλητικέ προκλητική προκλητικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ προκλητικοί αἱ προκλητικαί τὰ προκλητικᾰ́
      γενική τῶν προκλητικῶν τῶν προκλητικῶν τῶν προκλητικῶν
      δοτική τοῖς προκλητικοῖς ταῖς προκλητικαῖς τοῖς προκλητικοῖς
    αιτιατική τοὺς προκλητικούς τὰς προκλητικᾱ́ς τὰ προκλητικᾰ́
     κλητική ! προκλητικοί προκλητικαί προκλητικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ προκλητικώ τὼ προκλητικᾱ́ τὼ προκλητικώ
      γεν-δοτ τοῖν προκλητικοῖν τοῖν προκλητικαῖν τοῖν προκλητικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προκλητικός < προκλη- (< αρχαία ελληνική προκαλέω) + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

προκλητικός, -ή, -όν

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις προκαλέω και καλέω

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία