προκλητικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προκλητικός < → λείπει η ετυμολογία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾɔ.kli.ti.ˈkɔs/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
προκλητικός, -ή, -ό
- επιθετικός απέναντι σε κάποιον με σκοπό τη δημιουργία διαμάχης
- προκλητικές βρισιές και χειρονομίες
- που δημιουργεί αρνητικές εντυπώσεις
- προκλητική επίδειξη πλούτου
- που προσπαθεί να ερεθίσει σεξουαλικά
- προκλητικό ντύσιμο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
προκλητικός