Δείτε επίσης: κλιτικός
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλητικός η κλητική το κλητικό
      γενική του κλητικού της κλητικής του κλητικού
    αιτιατική τον κλητικό την κλητική το κλητικό
     κλητική κλητικέ κλητική κλητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλητικοί οι κλητικές τα κλητικά
      γενική των κλητικών των κλητικών των κλητικών
    αιτιατική τους κλητικούς τις κλητικές τα κλητικά
     κλητική κλητικοί κλητικές κλητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

κλητικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με την κλήση, την προσαγόρευση ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (ουσιαστικοποιημένο)  δείτε τη λέξη κλητική

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



(ελληνιστική κοινή) ζητούμενο λήμμα