↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανακλητικός η ανακλητική το ανακλητικό
      γενική του ανακλητικού της ανακλητικής του ανακλητικού
    αιτιατική τον ανακλητικό την ανακλητική το ανακλητικό
     κλητική ανακλητικέ ανακλητική ανακλητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανακλητικοί οι ανακλητικές τα ανακλητικά
      γενική των ανακλητικών των ανακλητικών των ανακλητικών
    αιτιατική τους ανακλητικούς τις ανακλητικές τα ανακλητικά
     κλητική ανακλητικοί ανακλητικές ανακλητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανακλητικός < (ελληνιστική κοινή) ἀνακλητικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ανακλητικός

  1. που συμβάλλει στην ανάκληση, που είναι απαραίτητος για να ανακληθεί κάτι
    ανακλητικό διάταγμα (που ακυρώνει άλλο, προηγούμενο διάταγμα)
    τροποποιητική και ανακλητική δήλωση του Ε9 (που ουσιαστικά ακυρώνει, ανακαλεί προηγούμενη δήλωση προς την εφορία)
    ανακλητική απόφαση (φορέα, υπουργείου κ.α. που ανακαλεί προηγούμενη σχετική απόφαση)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία