Δείτε επίσης: ανάκλιση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάκληση οι ανακλήσεις
      γενική της ανάκλησης* των ανακλήσεων
    αιτιατική την ανάκληση τις ανακλήσεις
     κλητική ανάκληση ανακλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανακλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανάκληση θηλυκό

  1. (διπλωματία) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανακαλώ, καλώ κάποιον (ή μια απόφαση) πίσω, συνήθως για κάτι επίσημο
    ανάκληση διπλωματικών υπαλλήλων
    ανάκληση διατάγματος
    ανάκληση μαρτυρικής κατάθεσης
    ανάκληση μετάταξης-διορισμού
  2. η απόσυρση προϊόντων (συνήθως ή προβληματικών ή πιθανώς ελαττωματικών) από την αγορά και η συγκέντρωσή τους στο εργοστάσιο παραγωγής
    Στην ανάκληση 6 εκατομμυρίων οχημάτων της προχώρησε η Τογιότα
  3. η επαναφορά μιας ανάμνησης στη μνήμη
  4. (πληροφορική) η ανάγνωση δεδομένων από μνήμη

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία