ανάκληση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανάκληση | οι | ανακλήσεις |
γενική | της | ανάκλησης* | των | ανακλήσεων |
αιτιατική | την | ανάκληση | τις | ανακλήσεις |
κλητική | ανάκληση | ανακλήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανακλήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανάκληση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνάκλη(σις) (επίκληση θεότητας, αποχώρηση) + -ση < ἀνακαλέω-ἀνακαλῶ και σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική recall και τη γαλλική rappel.[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈna.kli.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νά‐κλη‐ση
- ομόηχο: ανάκλιση
- παρώνυμο: ανάκλαση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανάκληση θηλυκό
- (διπλωματία) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανακαλώ, καλώ κάποιον (ή μια απόφαση) πίσω, συνήθως για κάτι επίσημο
- ανάκληση διπλωματικών υπαλλήλων
- ανάκληση διατάγματος
- ανάκληση μαρτυρικής κατάθεσης
- ανάκληση μετάταξης-διορισμού
- η απόσυρση προϊόντων (συνήθως ή προβληματικών ή πιθανώς ελαττωματικών) από την αγορά και η συγκέντρωσή τους στο εργοστάσιο παραγωγής
- Στην ανάκληση 6 εκατομμυρίων οχημάτων της προχώρησε η Τογιότα
- η επαναφορά μιας ανάμνησης στη μνήμη
- (πληροφορική) η ανάγνωση δεδομένων από μνήμη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ανάκληση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας