ακύρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ακύρωση | οι | ακυρώσεις |
γενική | της | ακύρωσης* | των | ακυρώσεων |
αιτιατική | την | ακύρωση | τις | ακυρώσεις |
κλητική | ακύρωση | ακυρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ακυρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ακύρωση < αρχαία ελληνική ἀκύρωσις < ἀκυρῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈci.ɾo.si/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακύρωση θηλυκό
- η ματαίωση μιας προγραμματισμένης ενέργειας
- η ακύρωση μιας πτήσης
- η ενέργεια που καθιστά άκυρο ένα έγγραφο, έτσι ώστε να μην έχει πια ισχύ
- η ακύρωση της πιστωτικής κάρτας είναι απαραίτητη μετά από απώλειά της
- η θεώρηση ενός εισιτηρίου ώστε να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί για δεύτερη φορά
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ακύρωση