↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακύρωση οι ακυρώσεις
      γενική της ακύρωσης* των ακυρώσεων
    αιτιατική την ακύρωση τις ακυρώσεις
     κλητική ακύρωση ακυρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ακυρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακύρωση < αρχαία ελληνική ἀκύρωσις < ἀκυρῶ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈci.ɾo.si/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ακύρωση θηλυκό

  1. η ματαίωση μιας προγραμματισμένης ενέργειας
    η ακύρωση μιας πτήσης
  2. η ενέργεια που καθιστά άκυρο ένα έγγραφο, έτσι ώστε να μην έχει πια ισχύ
    η ακύρωση της πιστωτικής κάρτας είναι απαραίτητη μετά από απώλειά της
  3. η θεώρηση ενός εισιτηρίου ώστε να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί για δεύτερη φορά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία