Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ματαίωση
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ματαίωσις
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ματαίωσ
η
οι
ματαιώσ
εις
γενική
της
ματαίωσ
ης
&
ματαιώσ
εως
των
ματαιώσ
εων
αιτιατική
τη
ματαίωσ
η
τις
ματαιώσ
εις
κλητική
ματαίωσ
η
ματαιώσ
εις
όπως «
δύναμη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
ματαίωση
<
ματαιώνω
+
-ση
<
αρχαία ελληνική
ματαιόω
/
ματαιῶ
<
μάταιος
<
μάτη
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
ματαίωση
θηλυκό
η οριστική
ακύρωση
μιας προγραμματισμένης δραστηριότητας
η
διάψευση
η
ματαίωση
των ελπίδων μας
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
ματαίωση
γαλλικά
:
annulation
(fr)