ακυρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ακυρώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκυρόω / ἀκυρ(ῶ) + -ώνω < ἄκυρος → δείτε τη λέξη κῦρος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ciˈɾo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κυ‐ρώ‐νω]
Ρήμα
επεξεργασία
ακυρώνω, αόρ.: ακύρωσα, παθ.φωνή: ακυρώνομαι, π.αόρ.: ακυρώθηκα, μτχ.π.π.: ακυρωμένος
- κάνω κάτι άκυρο, ώστε να μην ισχύει πια
- ⮡ Το δικαστήριο ακύρωσε το συμβόλαιο λόγω απάτης.
- αποφασίζω να μην πραγματοποιηθεί κάτι που προγραμματίστηκε για το μέλλον
- ⮡ Ακύρωσε την επίσκεψη στη γειτονική χώρα ο υπουργός εξωτερικών.
- περνάω (εισιτήριο) από ειδικό μηχάνημα που εκτυπώνει ημερομηνία και ώρα χρήσης πάνω του, ώστε να μην μπορέσω να το ξαναχρησιμοποιήσω άλλη φορά, δηλαδή το εξαργυρώνω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ακυρώνω | ακύρωνα | θα ακυρώνω | να ακυρώνω | ακυρώνοντας | |
β' ενικ. | ακυρώνεις | ακύρωνες | θα ακυρώνεις | να ακυρώνεις | ακύρωνε | |
γ' ενικ. | ακυρώνει | ακύρωνε | θα ακυρώνει | να ακυρώνει | ||
α' πληθ. | ακυρώνουμε | ακυρώναμε | θα ακυρώνουμε | να ακυρώνουμε | ||
β' πληθ. | ακυρώνετε | ακυρώνατε | θα ακυρώνετε | να ακυρώνετε | ακυρώνετε | |
γ' πληθ. | ακυρώνουν(ε) | ακύρωναν ακυρώναν(ε) |
θα ακυρώνουν(ε) | να ακυρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ακύρωσα | θα ακυρώσω | να ακυρώσω | ακυρώσει | ||
β' ενικ. | ακύρωσες | θα ακυρώσεις | να ακυρώσεις | ακύρωσε | ||
γ' ενικ. | ακύρωσε | θα ακυρώσει | να ακυρώσει | |||
α' πληθ. | ακυρώσαμε | θα ακυρώσουμε | να ακυρώσουμε | |||
β' πληθ. | ακυρώσατε | θα ακυρώσετε | να ακυρώσετε | ακυρώστε | ||
γ' πληθ. | ακύρωσαν ακυρώσαν(ε) |
θα ακυρώσουν(ε) | να ακυρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ακυρώσει | είχα ακυρώσει | θα έχω ακυρώσει | να έχω ακυρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ακυρώσει | είχες ακυρώσει | θα έχεις ακυρώσει | να έχεις ακυρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ακυρώσει | είχε ακυρώσει | θα έχει ακυρώσει | να έχει ακυρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ακυρώσει | είχαμε ακυρώσει | θα έχουμε ακυρώσει | να έχουμε ακυρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ακυρώσει | είχατε ακυρώσει | θα έχετε ακυρώσει | να έχετε ακυρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ακυρώσει | είχαν ακυρώσει | θα έχουν ακυρώσει | να έχουν ακυρώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ακυρώνομαι | ακυρωνόμουν(α) | θα ακυρώνομαι | να ακυρώνομαι | ||
β' ενικ. | ακυρώνεσαι | ακυρωνόσουν(α) | θα ακυρώνεσαι | να ακυρώνεσαι | ||
γ' ενικ. | ακυρώνεται | ακυρωνόταν(ε) | θα ακυρώνεται | να ακυρώνεται | ||
α' πληθ. | ακυρωνόμαστε | ακυρωνόμαστε ακυρωνόμασταν |
θα ακυρωνόμαστε | να ακυρωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ακυρώνεστε | ακυρωνόσαστε ακυρωνόσασταν |
θα ακυρώνεστε | να ακυρώνεστε | (ακυρώνεστε) | |
γ' πληθ. | ακυρώνονται | ακυρώνονταν ακυρωνόντουσαν |
θα ακυρώνονται | να ακυρώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ακυρώθηκα | θα ακυρωθώ | να ακυρωθώ | ακυρωθεί | ||
β' ενικ. | ακυρώθηκες | θα ακυρωθείς | να ακυρωθείς | ακυρώσου | ||
γ' ενικ. | ακυρώθηκε | θα ακυρωθεί | να ακυρωθεί | |||
α' πληθ. | ακυρωθήκαμε | θα ακυρωθούμε | να ακυρωθούμε | |||
β' πληθ. | ακυρωθήκατε | θα ακυρωθείτε | να ακυρωθείτε | ακυρωθείτε | ||
γ' πληθ. | ακυρώθηκαν ακυρωθήκαν(ε) |
θα ακυρωθούν(ε) | να ακυρωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ακυρωθεί | είχα ακυρωθεί | θα έχω ακυρωθεί | να έχω ακυρωθεί | ακυρωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ακυρωθεί | είχες ακυρωθεί | θα έχεις ακυρωθεί | να έχεις ακυρωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ακυρωθεί | είχε ακυρωθεί | θα έχει ακυρωθεί | να έχει ακυρωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ακυρωθεί | είχαμε ακυρωθεί | θα έχουμε ακυρωθεί | να έχουμε ακυρωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ακυρωθεί | είχατε ακυρωθεί | θα έχετε ακυρωθεί | να έχετε ακυρωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ακυρωθεί | είχαν ακυρωθεί | θα έχουν ακυρωθεί | να έχουν ακυρωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ακυρωμένος - είμαστε, είστε, είναι ακυρωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ακυρωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ακυρωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ακυρωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ακυρωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ακυρωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ακυρωμένοι |