Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακυρωτικός η ακυρωτική το ακυρωτικό
      γενική του ακυρωτικού της ακυρωτικής του ακυρωτικού
    αιτιατική τον ακυρωτικό την ακυρωτική το ακυρωτικό
     κλητική ακυρωτικέ ακυρωτική ακυρωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακυρωτικοί οι ακυρωτικές τα ακυρωτικά
      γενική των ακυρωτικών των ακυρωτικών των ακυρωτικών
    αιτιατική τους ακυρωτικούς τις ακυρωτικές τα ακυρωτικά
     κλητική ακυρωτικοί ακυρωτικές ακυρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακυρωτικός < (ακυρώνω) ακυρω- + -τικός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ci.ɾo.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κυ‐ρω‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

ακυρωτικός, -η, -ο

  • που ακυρώνει ενέργεια, προθέσεις, διαδικασίες, που τις καθιστά άκυρες
    οι διοικητικές ενέργειες και ο ρόλος του ακυρωτικού δικαστικού ελέγχου

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία