ΔΦΑ : /a.ciˈɾo.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακυρώνομαι]

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ακυρώνομαι, π.αόρ.: ακυρώθηκα, μτχ.π.π.: ακυρωμένος