κύρος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κύρος | ||
γενική | του | κύρους | ||
αιτιατική | το | κύρος | ||
κλητική | κύρος | |||
όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κύρος < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική κῦρος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κύρος ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- επιβολή που ασκεί κάποιος λόγω της ανωτερότητάς του
- ισχύς, εγκυρότητα
- γενική αποδοχή της αξίας κάποιου