Ουσιαστικό

επεξεργασία

prestige (en)

  1. το πρεστίζ, η αίγλη, το γόητρο
    teaching is not a job that has much prestige attached to it, which which leads to lower salaries than in other professions
    the newspaper lost prestige when one of its reporters was discovered to have plagiarized a number of articles



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
prestige prestiges

prestige (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία