Ετυμολογία

επεξεργασία
γόητρο < γοητεύω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γόητρο ουδέτερο

  • το κύρος που έχει κάποιος σε έναν τομέα, η υπόληψη, η καλή εικόνα που έχει ο κόσμος γι' αυτόν

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη γόης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία