Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γόης < αρχαία ελληνική γόης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɣo.is/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γόης αρσενικό (θηλυκό: γόησσα)

  1. άντρας με μεγάλη γοητεία
  2. (παρωχημένο) γητευτής
    γόης φιδιών: Ινδός φακίρης που με τις κινήσεις ενός πνευστού μουσικού οργάνου κάνει τα φίδια να χορεύουν και τον κόσμο να πιστεύει ότι η κίνηση οφείλεται στη μουσική του

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γόης < γοάω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γόης αρσενικό

  1. που εκβάλει γόους, που οδύρεται
  2. που μαγεύει
  3. (κατ’ επέκταση) τσαρλατάνος, αγύρτης