charmeur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- charmeur < charmer
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | charmeur | charmeurs |
θηλυκό | charmeuse | charmeuses |
charmeur (fr)
- ο γόης
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | charmeur | charmeurs |
θηλυκό | charmeuse | charmeuses |
charmeur (fr)