charmant
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- charmant < charmer
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | charmant | charmants |
θηλυκό | charmante | charmantes |
charmant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | charmant | charmants |
θηλυκό | charmante | charmantes |
charmant (fr)