χαριτωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαριτωμένος < ελληνιστική κοινή κεχαριτωμένος με απλοποίηση, μετοχής παθητικού παρακειμένου του χαριτόοω, χαριτῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xa.ɾi.toˈme.nos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /xa.ɾi.toˈme.ni/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /xa.ɾi.toˈme.no/ ουδέτερο
Μετοχή
επεξεργασίαχαριτωμένος, -η, -ο
- που έχει χάρη
- που προκαλεί ευχαρίστηση με έξυπνο ή ευρηματικό τρόπο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία που έχει χάρη