κομψός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κομψός | η | κομψή | το | κομψό |
γενική | του | κομψού | της | κομψής | του | κομψού |
αιτιατική | τον | κομψό | την | κομψή | το | κομψό |
κλητική | κομψέ | κομψή | κομψό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κομψοί | οι | κομψές | τα | κομψά |
γενική | των | κομψών | των | κομψών | των | κομψών |
αιτιατική | τους | κομψούς | τις | κομψές | τα | κομψά |
κλητική | κομψοί | κομψές | κομψά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κομψός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κομψός, άβέβαιης προέλευσης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /komˈpsos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κομ‐ψός
Επίθετο
επεξεργασίακομψός, -ή, -ό
- με επιμελημένη, καλόγουστη εμφάνιση κυρίως στο ντύσιμο
- (γενικότερα) που χαρακτηρίζεται από καλαισθησία
- (μεταφορικά) που συμβαίνει με έμμεσο και διακριτικό τρόπο, αποφεύγοντας να προκληθούν δυσάρεστες εντυπώσεις
- (μεταφορικά, για εκφορά λόγου, σκέψης) κομψό ύφος: γλαφυρό και επιμελημένο, χωρίς πλατειασμούς
- ⮡ η θεωρία έχει διατυπωθεί με μια πολύ κομψή εξίσωση
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κομψός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κομψός < αβέβαιης ετυμολογίας < *κομ-σός < πιθανή σύνδεση του θέματος με το κομέω-ῶ (περιποιούμαι, φροντίζω)[1]
Επίθετο
επεξεργασίακομψός, -ή, -όν
Πηγές
επεξεργασία- κομψός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κομψός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.