elegant
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | elegant |
συγκριτικός | more elegant |
υπερθετικός | most elegant |
Επίθετο
επεξεργασίαelegant (en)
- κομψός, για τους ανθρώπους ή τη συμπεριφορά τους, ελκυστική και που δείχνει γούστο
- ⮡ elegant manners - κομψοί τρόποι
- ⮡ You look very elegant tonight.
- Πολύ κομψή είσαι απόψε!
- κομψός, για ρούχα, τόποι και πράγματα, ελκυστικά και με καλό σχέδιο
- ⮡ elegant clothes/elegant uniform - κομψά ρούχα/κομψή στολή
- ⮡ an elegant phrase - μια κομψή φράση
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη fashionable
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- elegant - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 463. ISBN 9780194325684., λήμμα: κομψός
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαelegant (de)
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαelegant (pl) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαelegant (ro)