Δείτε επίσης: élégant

Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός elegant
συγκριτικός more elegant
υπερθετικός most elegant

  Επίθετο επεξεργασία

elegant (en)

  1. κομψός, για τους ανθρώπους ή τη συμπεριφορά τους, ελκυστική και που δείχνει γούστο
    elegant manners - κομψοί τρόποι
    You look very elegant tonight.
    Πολύ κομψή είσαι απόψε!
  2. κομψός, για ρούχα, τόποι και πράγματα, ελκυστικά και με καλό σχέδιο
    elegant clothes/elegant uniform - κομψά ρούχα/κομψή στολή
    an elegant phrase - μια κομψή φράση

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Επίθετο επεξεργασία

elegant (de)



Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

elegant (pl) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία



Ρουμανικά (ro) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

elegant (ro)