Δείτε επίσης: élégant
παραθετικά
θετικός elegant
συγκριτικός more elegant
υπερθετικός most elegant

  Επίθετο

επεξεργασία

elegant (en)

  1. κομψός, για τους ανθρώπους ή τη συμπεριφορά τους, ελκυστική και που δείχνει γούστο
    ⮡  elegant manners - κομψοί τρόποι
    ⮡  You look very elegant tonight.
    Πολύ κομψή είσαι απόψε!
  2. κομψός, για ρούχα, τόποι και πράγματα, ελκυστικά και με καλό σχέδιο
    ⮡  elegant clothes/elegant uniform - κομψά ρούχα/κομψή στολή
    ⮡  an elegant phrase - μια κομψή φράση

Συνώνυμα

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία

elegant (de)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

elegant (pl) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία



  Επίθετο

επεξεργασία

elegant (ro)