Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επιμελημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επιμελημέν
ος
η
επιμελημέν
η
το
επιμελημέν
ο
γενική
του
επιμελημέν
ου
της
επιμελημέν
ης
του
επιμελημέν
ου
αιτιατική
τον
επιμελημέν
ο
την
επιμελημέν
η
το
επιμελημέν
ο
κλητική
επιμελημέν
ε
επιμελημέν
η
επιμελημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επιμελημέν
οι
οι
επιμελημέν
ες
τα
επιμελημέν
α
γενική
των
επιμελημέν
ων
των
επιμελημέν
ων
των
επιμελημέν
ων
αιτιατική
τους
επιμελημέν
ους
τις
επιμελημέν
ες
τα
επιμελημέν
α
κλητική
επιμελημέν
οι
επιμελημέν
ες
επιμελημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
επιμελημένος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
επεξεργασία
επιμελημένος, -η, -ο
που έχει γίνει με ξεχωριστή
επιμέλεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επιμελημένος
γαλλικά
:
soigné
(fr)