↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλαίσθητος η καλαίσθητη το καλαίσθητο
      γενική του καλαίσθητου της καλαίσθητης του καλαίσθητου
    αιτιατική τον καλαίσθητο την καλαίσθητη το καλαίσθητο
     κλητική καλαίσθητε καλαίσθητη καλαίσθητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλαίσθητοι οι καλαίσθητες τα καλαίσθητα
      γενική των καλαίσθητων των καλαίσθητων των καλαίσθητων
    αιτιατική τους καλαίσθητους τις καλαίσθητες τα καλαίσθητα
     κλητική καλαίσθητοι καλαίσθητες καλαίσθητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καλαίσθητος < (μαρτυρείται από το 1873) (καλός) καλ- + αίσθη(ση) + -τος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaˈle.sθi.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λαί‐σθη‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

καλαίσθητος, -η, -ο

  1. που έχει την αίσθηση του ωραίου, του όμορφου
     συνώνυμα: εκλεπτυσμένος, καλόγουστος, φιλόκαλος
     αντώνυμα: ακαλαίσθητος, κακόγουστος
  2. που έχει γίνει με καλαισθησία, με καλό γούστο
     συνώνυμα: εκλεπτυσμένος, καλόγουστος, κομψός, σικάτος, φινετσάτος, φίνος
     αντώνυμα: ακαλαίσθητος, κακόγουστος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία