ύφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ύφος | τα | ύφη |
γενική | του | ύφους | των | υφών |
αιτιατική | το | ύφος | τα | ύφη |
κλητική | ύφος | ύφη | ||
Σπάνιος ο πληθυντικός | ||||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ύφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὕφος (αρχαία σημασία: ύφανση) < ὑφή < ὑφαίνω
- για τον όρο γλωσσολογίας < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική register [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαύφος ουδέτερο
- ο τόνος της φωνής και η έκφραση του προσώπου που δείχνουν την ψυχική διάθεση
- μου απάντησε με πολύ αυστηρό ύφος
- (ειδικότερα) το υπεροπτικό ή σπουδαιοφανές στοιχείο στη συμπεριφορά ενός ανθρώπου
- Δε μ' αρέσει αυτός ο άνθρωπος. Έχει πολύ ύφος.
- → δείτε και τη λέξη υφάκι
- (λογοτεχνία) ο προσωπικός τρόπος με τον οποίο κάποιος γράφει ή μιλάει
- το ύφος του συγγραφέα είναι απλό αλλά γλαφυρό
- (γλωσσολογία) η επιλογή του τρόπου γραφής ή ομιλίας ανάλογα με την περίσταση, με το περιβάλλον, το περικείμενο
- ≈ συνώνυμα: επίπεδο ύφους
- ανεπίσημο ύφος: «Μιλάτε συχνά στο τηλέφωνο;»
επίσημο ύφος: «Ομιλείτε, παρακαλώ!» - ※ επίσημο, δραματικό, παρωχημένο ύφος: «Γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις. Γνωρίζεις ποίος σου ομιλεί. Είμαι ο Μακάριος.» (ραδιοφωνικό μήνυμα του Μακάριου, Ιούλιος 1974)
- → δείτε και τις Υφολογικές κατηγορίες στο Βικιλεξικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαπροσωπικός τρόπος
Εκφράσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Περί ύφους στη Βικιπαίδεια Περί ύφους
Μεταφράσεις
επεξεργασία ύφος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ύφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας