επίπεδο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | επίπεδο | τα | επίπεδα |
γενική | του | επιπέδου & επίπεδου |
των | επιπέδων |
αιτιατική | το | επίπεδο | τα | επίπεδα |
κλητική | επίπεδο | επίπεδα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επίπεδο, ουδέτερο του επίπεδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίπεδον
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈpi.pe.ðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πί‐πε‐δο
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
επίπεδο ουδέτερο
- (γεωμετρία) λεία ομοιόμορφη γεωμετρική επιφάνεια η οποία μπορεί να εφαρμόσει πλήρως με τον εαυτό της ακόμα και εν κινήσει
- η στάθμη
- ↪ το επίπεδο του νερού
- το ύψος όπου βρίσκεται κάτι σε μια ιεραρχική κλίμακα
- ↪ μια χώρα με ψηλό βιοτικό επίπεδο
- (μεταφορικά) σπουδαιότητα, σημαντικότητα
- ↪ Το επίπεδο της συζήτησης ήταν πολύ χαμηλό.
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
επίπεδο
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
επίπεδο
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του επίπεδος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του επίπεδος
Επεξεργασία
- ↑ «επίπεδο» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.