επίπεδο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | επίπεδο | τα | επίπεδα |
γενική | του | επιπέδου | των | επιπέδων |
αιτιατική | το | επίπεδο | τα | επίπεδα |
κλητική | επίπεδο | επίπεδα | ||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επίπεδο < επίπεδος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛ.ˈpi.pɛ.ðɔ/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
επίπεδο ουδέτερο
- (μαθηματικά) λεία ομοιόμορφη γεωμετρική επιφάνεια η οποία μπορεί να εφαρμόσει πλήρως με τον εαυτό της ακόμα και εν κινήσει
- (μεταφορικά) σπουδαιότητα, σημαντικότητα
- Το επίπεδο της συζήτησης ήταν πολύ χαμηλό.
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
επίπεδο
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
επίπεδο