Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στάθμη οι στάθμες
      γενική της στάθμης των σταθμών
    αιτιατική τη στάθμη τις στάθμες
     κλητική στάθμη στάθμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στάθμη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στάθμη < ἵστημι, και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική niveau[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈstaθ.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στάθ‐μη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στάθμη θηλυκό

  1. το σημείο στο οποίο βρίσκεται η επιφάνεια ήρεμου υγρού, δηλαδή η κάθετη απόσταση από κάποια σταθερή επιφάνεια π.χ. την επιφάνεια του εδάφους ή του πάτου του δοχείου
  2. (μεταφορικά) το επίπεδο μιας κοινωνίας
  3. (όρος της τεχνολογίας, φυσικές επιστήμες) η τιμή ενός φυσικού μεγέθους σε λογαριθμική κλίμακα, με μονάδα μέτρησης το ντεσιμπέλ
    δείτε τη Συζήτηση:στάθμη και τις λέξεις στάθμιση, ηχοστάθμιση
  4. (παρωχημένο) ζυγαριά

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στάθμη < ἵστημι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στάθμη θηλυκό

  1. σχοινί που έχει χρώμα και χρησιμοποιείται για να δημιουργήσει ενδεικτικές ευθείες επάνω σε υλικό ώστε αυτό να κοπεί ίσια
  2. τέρμα του δρόμου

Εκφράσεις επεξεργασία

  • λευκὴ στάθμη εἰμὶ πρὸς τοὺς καλούς: δεν μπορώ να διακρίνω τους καλούς
  • παρὰ στάθμην: χρήση με μεταφορική σημασία που σήμαινε ακριβώς, με αυστηρότητα

  Πηγές επεξεργασία