λογική στάθμη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λογική στάθμη < → δείτε τις λέξεις λογικός και στάθμη < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική logic level
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαλογική στάθμη
- (ηλεκτρονική), (ψηφιακά συστήματα) μία από τις διακριτές τιμές ενός φυσικού μεγέθους, που πρέπει να έχει ένα σήμα όταν μεταβιβάζεται. Συνήθως αυτές είναι οι δύο τιμές ηλεκτρικής τάσης (πχ. 0 Volt και +5 Volt, -12 Volt και +12 Volt, κλπ.) για να μεταβιβαστούν τα δυαδικά ψηφία 0 και 1, μέσα σε ένα ψηφιακό ηλεκτρικό κύκλωμα (βλ. και συνώνυμο στάθμη τάσης).
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λογική στάθμη