διακριτός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διακριτός < διακρίνω + -τός ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική distinct)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.a.kɾi.ˈtɔs/ και /ðʝa.kɾi.ˈtɔs/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
διακριτός, -ή, -ό
- που μπορεί να διακρίνεται, να γίνεται αντιληπτός
- Υπάρχει διακριτή διαφορά ανάμεσα στις θέσεις των δύο κομμάτων.
- (μαθηματικά) που μπορεί να πάρει μια τιμή από έναν πεπερασμένο και προκαθορισμένο αριθμό τιμών
Επεξεργασία
- διακριτότητα
- → δείτε τις λέξεις διακρίνω, διά και κρίνω