διακριτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διακριτός < διακρί(νω) + -τός (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική distinct) [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði̯a.kɾiˈtos/ και /ðʝa.kɾiˈtos/
Επίθετο
επεξεργασία
διακριτός, -ή, -ό
- που μπορεί να διακρίνεται, να γίνεται αντιληπτός
Υπάρχει διακριτή διαφορά ανάμεσα στις θέσεις των δύο κομμάτων.
- (μαθηματικά) που μπορεί να πάρει μια τιμή από έναν πεπερασμένο και προκαθορισμένο αριθμό τιμών
Συγγενικά
επεξεργασία- διακριτότητα
- → δείτε τις λέξεις διακρίνω, διά και κρίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ {Π:ΛΚΝ}}